σύγκοιτος

σύγκοιτος
-ον, και ανώμαλος τ. θηλ. σύγκοιτις, -ιδος, και ως ουσ. σύγκοιτος, ό, και ἡ, Α
1. αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, σύνευνος
2. (το ουδ.) σύγκοιτον
αυτό που ανήκει ή αναφέρεται ή και αρμόζει στη σαρκική μίξη («σύγκοιτα δὲ φίλτρα Κύπρις ἔδωκεν ἔχειν», Ανθ. Παλ.)
3. μτφ. σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κοιτος (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. κατά-κοιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύγκοιτος — bedfellow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοίτου — σύγκοιτος bedfellow masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοίτους — σύγκοιτος bedfellow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοίτῳ — σύγκοιτος bedfellow masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκοιτον — σύγκοιτος bedfellow masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • суложь — супруга , только русск. цслав. суложь σύνευνος, σύγκοιτος наряду со съложь – то же. Связано с сербск. цслав. сулогъ σύγκοιτος, чеш. souloh сожительство ; см. су II и ложе, ложить. Ср. греч. ἄλοχος ж. супруга (*sɨ̥̄loghos); см. Траутман, ВSW 158 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • συγκοιτάδιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύγκοιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα άδιος (πρβλ. κατοικ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • συγκοίτιον — τὸ, Α (ενν. ἀργύριον) (κατά τον Ησύχ.) μίσθωμα, πληρωμή εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα ιος (πρβλ. λόγ ιος)] …   Dictionary of Greek

  • σύγκοιτις — οίτιδος, ἡ, Α (ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԿՈՂՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0175 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. Ամուսին. այր եւ կին. ὀ καὶ ἠ σύγκοιτος concubitor, trix էրիկ կնիկ. ... *Յանկողնակցէ քումմէ զգո՛յշ լեր պատմել ինչ նմա. Միք. ՟Է. 5: *Այլազգեացն ʼի ձեռս մատնէր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”