σύγκοιτος — bedfellow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοίτου — σύγκοιτος bedfellow masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοίτους — σύγκοιτος bedfellow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοίτῳ — σύγκοιτος bedfellow masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκοιτον — σύγκοιτος bedfellow masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
суложь — супруга , только русск. цслав. суложь σύνευνος, σύγκοιτος наряду со съложь – то же. Связано с сербск. цслав. сулогъ σύγκοιτος, чеш. souloh сожительство ; см. су II и ложе, ложить. Ср. греч. ἄλοχος ж. супруга (*sɨ̥̄loghos); см. Траутман, ВSW 158 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συγκοιτάδιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύγκοιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα άδιος (πρβλ. κατοικ άδιος)] … Dictionary of Greek
συγκοίτιον — τὸ, Α (ενν. ἀργύριον) (κατά τον Ησύχ.) μίσθωμα, πληρωμή εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα ιος (πρβλ. λόγ ιος)] … Dictionary of Greek
σύγκοιτις — οίτιδος, ἡ, Α (ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος … Dictionary of Greek
ԱՆԿՈՂՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0175 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. Ամուսին. այր եւ կին. ὀ καὶ ἠ σύγκοιτος concubitor, trix էրիկ կնիկ. ... *Յանկողնակցէ քումմէ զգո՛յշ լեր պատմել ինչ նմա. Միք. ՟Է. 5: *Այլազգեացն ʼի ձեռս մատնէր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)